τάτουλας

τάτουλας
ο, Ν
βοτ. βλ. τάτλας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • στραμώνιο — Κοινό όνομα του φυτού δατούρα η στραμώνιος της οικογένειας των Σολανιδών (δικοτυλήδονα). Ετήσια πόα, κατάγεται από τις περιοχές, τις γύρω από την Κασπία θάλασσα, αλλά το βρίσκουμε και στην υπόλοιπη Ευρώπη, σε ακαλλιέργητους και πετρώδεις τόπους.… …   Dictionary of Greek

  • τάτλας — και τάτουλας, ο, Ν βοτ. κοινή ονομασία τού είδους Datura stramonium τού γένους φυτών δατούρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για ονομ. διάλ. προέλευσης] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”